- τιτάν,-ᾶνος
- ὁ N 3 0-2-0-0-1=3 2 Sm 5,18.22; Jdt 16,6titan, giant
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
Τιτάν — (Αστρον.). Ένας από τους 9 δορυφόρους του Κρόνου και ο λαμπρότερος. Είναι ορατός με τηλεσκόπιο μικρής έντασης ως αστέρας 8,3 μεγέθους. Ανακαλύφθηκε το 1655 από τον Χούιγκενς. Σε σειρά απόστασης από τον κεντρικό πλανήτη έρχεται έκτος και απέχει… … Dictionary of Greek
σιδηροτιτάνιο — το, Ν (μεταλλ.) κράμα σιδήρου και τιτανίου, που χρησιμοποιείται για την παραγωγή ειδικών χαλύβων. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. ferrotitanium < ferro (< λατ. ferrum «σίδηρος») + titanium «τιτάνιο» (< Τιτάν, άνος)] … Dictionary of Greek
τιτανοθήριο — το, Ν στον πληθ. τα τιτανοθήρια (παλαιοντ.) απολιθωμένη ομάδα μεγάλων οπληφόρων θηλαστικών, οι εκπρόσωποι τής οποίας εμφανίστηκαν για πρώτη φορά στη Βόρεια Αμερική, κατά τη διάρκεια τού κατώτερου ηωκαίνου, και εξαπλώθηκαν ώς την Ασία, κατά τις… … Dictionary of Greek
αινοτίταν — αἰνοτίταν ( ανος), ο (Α) [αἰνός] ο φοβερός Τιτάν … Dictionary of Greek